-
1 ἄσθμα
A short-drawn breath, panting,ἄσθμα καὶ ἱδρώς Il. 15.241
; ἀργαλέῳ ἄσθματι ib.10;ὑπ' ἄσθματος κενοί A.Pers. 484
;ἄσθματι στρευγόμενος Tim.Pers.93
;ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατεῖν Pl.R. 568d
, cf. 556d; as symptom of anger, Phld.Ir.p.27 W.; death-rattle, Pi.N.10.74.II Medic., asthma, Hp.Aph.3.22(pl.), etc.III breath, breathing, Mosch.3.53, Luc.DDeor.11.2, Philum.Ven.36.3; blast,ἀρκτῴοις ἄσθμασι AP9.677
(Agath.);ἄ. φλογός Coluth.179
;κεραυνοῦ Nonn.D.1.2
. (On the accent v. Hdn.Gr.1.522.) -
2 μογοστόκος
μογοσ-τόκος, ον, goddessA of birth-pangs, epith. of Eileithyiai (or -yia), Il.11.270, 16.187, 19.103; of Artemis, Theoc.27.30.2 μ. ὠδῖνες hard travail, Lyc.829.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μογοστόκος
См. также в других словарях:
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek